- συνεαριζω
- συνεαρίζωσυν-εᾰρίζωсовместно проводить весну
(τισί Plut. - v. l. συννεαρίζω)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τισί Plut. - v. l. συννεαρίζω)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεαρίζω — Α περνώ την άνοιξη μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐαρίζω «περνώ την άνοιξη» (< ἔαρ [Ι] «άνοιξη»)] … Dictionary of Greek
συνεαρίζων — συνεαρίζω pass the spring with pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)